- θλιμμένος
- -η, -ο (Μ θλιμμένος, -η, -ον)1. λυπημένος, στενοχωρημένος2. πένθιμος.επίρρ...θλιμμένα (Μ θλιμμένα)με θλίψη, λυπητερά.[ΕΤΥΜΟΛ. Παθητ. μτχ. του θλίβω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θλιμμένος — η, ο επίρρ. α 1. λυπημένος: Καθόταν θλιμμένος. 2. πένθιμος: Θλιμμένη ατμόσφαιρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
θλίβομαι — βλ. πίν. 8 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.), θλιμμένος Σημειώσεις: θλίβομαι : η μτχ. θλιμμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο → αυτός που νιώθει ή φανερώνει θλίψη. Χρησιμοποιείται ορισμένες φορές και η λόγια μτχ. τεθλιμμένος με ειρωνικό τόνο… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
έλλυπος — ἔλλυπος, ον (Α) περίλυπος, λυπημένος, θλιμμένος … Dictionary of Greek
αγηθής — ἀγηθής, ές (Α) [γηθῶ] θλιμμένος, μελαγχολικός, σκυθρωπός … Dictionary of Greek
ακροπενθής — ἀκροπενθὴς ( οῡς), ές (Α) αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + πενθὴς < πένθος] … Dictionary of Greek
ανιαρός — ή, ό (Α ἀνιαρός, ά, όν) [ανία] αυτός που προκαλεί ανία νεοελλ. πληκτικός, μονότονος, δυσάρεστος αρχ. 1. (για πρόσωπα και πράγματα) οδυνηρός, ενοχλητικός, λυπηρός 2. (για ζώα) βλαβερός 3. παθ. θλιμμένος, καταπονημένος, πικραμένος … Dictionary of Greek
βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
ενώδυνος — ἐνώδυνος, ον (Μ) αυτός που περιέχει οδύνη, θλιμμένος, πονεμένος. επίρρ... ἐνωδύνως με οδύνη, με πόνο … Dictionary of Greek